αλυσωτός

αλυσωτός
-ή, -ό [αλυσώνω]
1. αυτός που έχει κατασκευή ή σχήμα αλυσίδας
2. ο κατασκευασμένος από αλυσίδες
3. αλλεπάλληλος, συνεχής, αδιάκοπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλυσώνω — 1. αλυσοδένω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυσωτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”